- ξηρασία
- και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη)νεοελλ.-μσν.ανομβρίανεοελλ.1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με συνέπεια τη λειψυδρία, την καταστροφή τών καλλιεργειών, την ξήρανση τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη βλάστηση, στην παραγωγή, στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης2. φρ. α) «ξηρασία ατμοσφαιρική»(μετεωρ.) ξηρασία που χαρακτηρίζεται από μείωση τής σχετικής υγρασίας τού αέρα και από υψηλή θερμοκρασίαβ) «ξηρασία εδαφική» — προοδευτική ξήρανση τού εδάφους λόγω ανομβρίας3. ιατρ. νόσος τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την ανάπτυξη τουςαρχ.1. ξήρανση, στέγνωμα2. ξηρότητα3. το να διατηρεί κανείς κάτι ξηρό, στεγνό4. φρ. «ξηρασίαν λαμβάνειν» — αποξήρανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ- τού ξηραίνω (πρβλ. παρακμ. ἐ-ξήρασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. υγραίνω: υγρασία)].
Dictionary of Greek. 2013.